- ενδυναμωτής
- ο , ενδυναμώτρια η1) тот, кто усиливает, укрепляет; 2) фото усилитель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδυναμωτής — ο 1. αυτός που ενδυναμώνει, που ενισχύει 2. μέσο για ενδυνάμωση φωτοτύπων … Dictionary of Greek